αντιποίηση — Στη νομική ορολογία, α. αρχής ή υπηρεσίας καλείται όταν ένα άτομο εμφανίζεται, χωρίς να είναι, φορέας δημόσιας ή δημοτικής υπηρεσίας, καθώς επίσης και υπηρεσίας λειτουργού της επίσημης ή άλλης γνωστής στην Ελλάδα θρησκείας και του δικηγορικού… … Dictionary of Greek
αστυνομία — Κρατική εξουσία που έχει ως έργο την τήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας και την κατοχύρωσή τους από κάθε απειλή. Η συγκρότηση της κρατικής αυτής δύναμης αποτελεί εκδήλωση της ανάγκης των κοινωνικών ομάδων να προστατευτεί το κύρος των νόμων… … Dictionary of Greek
ασυμβίβαστος — η, ο (Μ ἀσυμβίβαστος, ον) αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να συμβιβαστεί, να συνδιαλλαγεί με κάποιον ή κάτι άλλο νεοελλ. 1. απρόσεχτος, δύστροπος 2. το ουδ. ως ουσ. η αδυναμία κρατικού λειτουργού, ιερωμένου, στρατιωτικού κ.λπ. να… … Dictionary of Greek
δικηγόρος — Βοηθητικό πρόσωπο της δικαιοσύνης, που κατά τον ελληνικό νόμο έχει την ιδιότητα του άμισθου δημόσιου λειτουργού. Ωστόσο, το καθεστώς της επαγγελματικής του δραστηριότητας τον κατατάσσει, κατά κανόνα, πολύ κοντά στα άλλα ελεύθερα επαγγέλματα. Στη… … Dictionary of Greek
διορισμός — Πράξη του αρμόδιου οργάνου με την οποία ένα πρόσωπο τοποθετείται σε ένα δημόσιο λειτούργημα, μια δημόσια υπηρεσία ή την υπηρεσία ενός ιδρύματος, της τοπικής αυτοδιοίκησης κλπ. Για τους ιδιωτικούς φορείς συνήθως δεν χρησιμοποιείται ο όρος δ., αλλά … Dictionary of Greek
ελεφαντόδοντο — Ουσία από την οποία αποτελούνται οι χαυλιόδοντες του ελέφαντα, του ιπποπόταμου, του θαλάσσιου ελέφαντα, του μαμούθ και του μαστόδοντα (απολιθωμένου ελέφαντα), καθώς και ο μακρύς κυνόδοντας των μονόδοντων μονόκερων. Το ε. αποτελείται κατά 60% από… … Dictionary of Greek
καθήκον — Ηθική υποχρέωση, χρέος· ό,τι επιβάλλουν οι νόμοι του κράτους· η υποχρέωση του πολίτη. Η λέξη κ. χρησιμοποιείται γενικά για κάθε πράξη ή παράλειψη που επιβάλλουν οι κανόνες κοινωνικής δεοντολογίας και ιδιαίτερα οι κανόνες που εθιμικώς ρυθμίζουν… … Dictionary of Greek
λειτούργημα — το (AM λειτούργημα) [λειτουργώ] δημόσια υπηρεσία η οποία ασκείται υπέρ τού λαού ή τής πολιτείας νεοελλ. προσφορά υπηρεσίας χρήσιμης στο κοινωνικό σύνολο («το επάγγελμα τού εκπαιδευτικού είναι λειτούργημα») (νεο ελλ. μσν.) το σύνολο τών καθηκόντων … Dictionary of Greek
ορκοληψία — η η όρκιση σε δικαστή ή άλλης αρμόδιας αρχής νεοδιοριζόμενου δημόσιου λειτουργού κατά την ανάληψη τών καθηκόντων του μετά τη δημοσίευση τού διορισμού του. [ΕΤΥΜΟΛ. < όρκος + ληψία (< λήπτης < λαμβάνω), πρβλ. αιμο ληψία. Η λ. μαρτυρείται… … Dictionary of Greek
πάρεδρος — ο, η / πάρεδρος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. αναπλητωτής ανώτερου υπαλλήλου ή λειτουργού 2. φρ. α) «πάρεδρος πρωτοδικών» ο πρώτος βαθμός τής ιεραρχίας τών τακτικών δικαστών β) «πάρεδρος Συμβουλίου Επικρατείας» εισηγητής υποθέσεων στο Συμβούλιο Επικρατείας … Dictionary of Greek